αρώ — ἀρῶ ( όω) (Α) 1. οργώνω, καλλιεργώ 2. σπείρω 3. (για άνδρα) συνουσιάζομαι και τεκνοποιώ 4. παθ. ( ούμαι) γεννιέμαι 5. μέσ. καρπούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αρόω βασίζεται σε πρωταρχικό αθέματο ΙΕ. ενεστώτα δισύλλαβης ρίζας, στην οποία η δεύτερη συλλαβή… … Dictionary of Greek
-άρω — [ΕΤΥΜΟΛ. Ξενικής προελεύσεως κατάληξη ρημάτων της νέας Ελληνικής, που δηλώνουν κυρίως ενέργεια ή σπανιότερα κατάσταση. Το ληκτικό μόρφημα άρω, που εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη, απαντά σε νεοελληνικά ρήματα ιταλικής προελεύσεως (πρβλ.… … Dictionary of Greek
ἁρῶ — ἀ̱ρῶ , ἀείρω attach fut ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) ἀ̱ρῶ , ἀράομαι pray to imperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀρῶ , ἀράομαι pray to pres imperat mp 2nd sg ἀρῶ , ἀράζω snarl fut ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀρῶ ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρῷ — ἀράζω snarl fut opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄρω — ἄρον cuckoo pint neut nom/voc/acc dual ἄρον cuckoo pint neut gen sg (doric aeolic) ἄ̱ρω , ἀρόω plough imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀρόω plough pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ἄ̱ρω , αἴρω attach aor ind mid 2nd sg (doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄρῳ — ἄρον cuckoo pint neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τζαβετ(τ)άρω — Ν συνδέω σιδερένια ελάσματα με γυρωτικούς ήλους, με τζαβέτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τζαβέτ(τ)α + κατάλ. άρω (πρβλ. παρκ άρω, σοφ άρω)] … Dictionary of Greek
πλισ(σ)άρω — Ν κατασκευάζω πτύχωση σε ένα ύφασμα, κάνω πλισ(σ)έ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. plisser «διπλώνω» < λατ. plico «πτυχώνω, διπλώνω»] … Dictionary of Greek
ὤρω — ἄρω , ἄρον cuckoo pint neut nom/voc/acc dual ἄρω , ἄρον cuckoo pint neut gen sg (doric aeolic) ἄ̱ρω , ἀρόω plough imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἄρω , ἀρόω plough pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ἄ̱ρω , αἴρω attach aor ind mid 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὤρῳ — ἄρῳ , ἄρον cuckoo pint neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)